Εξέλιξη στην Χαλυβουργία της Βρετανίας: Διάσωση και Διασφάλιση Θέσεων Εργασίας
Η British Steel, μια από τις κύριες χαλυβουργίες της Βρετανίας και μέλος ενός κινεζικού ομίλου, πλήττεται από τους πρόσφατους δασμούς που επηρεάζουν τη βιομηχανία. Σε μια σπάνια και σημαντική κίνηση για τα οικονομικά της χώρας, η Βρετανική Βουλή προχώρησε στην ψήφο ενός έκτακτου νόμου κρατικοποίησης της εταιρείας. Σκοπός αυτής της κίνησης είναι να διασώσει χιλιάδες θέσεις εργασίας και να διατηρηθούν σε λειτουργία οι υψικαμίνους της εταιρείας, σε μία πολύ δύσκολη συγκυρία.
Η συνεδρίαση της Βουλής των Κοινοτήτων, που έχει να πραγματοποιηθεί το Σάββατο εδώ και 43 χρόνια, υπό τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης, είχε ως θέμα την έγκριση του κυβερνητικού νομοσχεδίου για την διάσωση της British Steel. Η κρατική χρηματοδότηση θα χρησιμοποιηθεί για τη συντήρηση των δύο τελευταίων υψικάμινων, οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, με στόχο να προστατευτούν 2.700 θέσεις εργασίας.
Ωστόσο, δεν έλειψαν οι αντιδράσεις από βουλευτές της αντιπολίτευσης, οι οποίοι χαρακτήρισαν το νομοσχέδιο ως άτολμο και ανέδειξαν το ζήτημα της εθνικοποίησης. Πολλοί εξέφρασαν την ανησυχία τους για την επίπτωση της κινεζικής ιδιοκτησίας στην στρατηγική ανεξαρτησία της Βρετανίας, δεδομένου του σημερινού διεθνούς εμπορικού ανταγωνισμού.
Ο βουλευτής των Συντηρητικών, Έντουαρντ Λι, τόνισε: «Ποτέ ξανά, συνάδελφοι, δεν πρέπει να επιτρέψουμε μία στρατηγικής σημασίας εταιρία, όπως αυτή, να ελέγχεται από Κινέζους, Ρώσους ή οποιονδήποτε άλλον». Η κινεζική εταιρεία «Τζίνγκι» είχε προειδοποιήσει ότι θα κλείσει τη μονάδα στο Σκάνθορπ, μετά την αγορά της, επικαλούμενη ζημίες 800 χιλιάδων ευρώ ημερησίως, οι οποίες αποδίδονται και στους αμερικανικούς δασμούς 25% στην εισαγωγή βρετανικού χάλυβα.
Η απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να παρέμβει στην Fortune της βιομηχανίας χαλυβουργίας αποτελεί ένα ζωτικής σημασίας βήμα για την διατήρηση των θέσεων εργασίας και την αποτροπή περαιτέρω οικονομικών προβλημάτων στην περιοχή. Η στρατηγική αυτή, εν μέσω κρίσεων και αναταραχών από διεθνείς διπλωματικές εντάσεις, δείχνει την προσήλωση της Βρετανίας στη διατήρηση των βιομηχανικών της ικανοτήτων.